- επαίρω
- και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω]μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.)νεοελλ.ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίωνμσν.- νεοελλ.(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) επηρμένος και επαρμένος1. φαντασμένος, αλαζονικός, υπεροπτικός2. (για θρόνο) υψηλός, μεγαλοπρεπήςαρχ.-μσν.1. σηκώνω στα χέρια, σηκώνω ψηλά2. αφαιρώ, παίρνω μακριά («αὐτόν... ἔσφαξαν και ἐπῆραν τὴν κεφαλὴν αὐτοῡ», Πασχ. Χρον.)3. υψώνω, σηκώνω («ὀρθωθεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος, κεφαλὴν ἐπαείρας», Ομ. Ιλ.)4. (για κτίσμα) ανυψώνω5. σηκώνω και τοποθετώ πάνω μου («τὸν σὸν ἐπάρας σταυρόν», Μηναία)αρχ.1. σηκώνω και τοποθετώ κάπου («δάκρυα θερμά χέοντες, ἀμαξάων ἐπάειραν», σήκωσαν και απόθεσαν πάνω στις άμαξες, Ομ. Ιλ.)2. (για φρύδια) ανασύρω, ανασηκώνω3. υψώνω τον τόνο τής φωνής4. μέσ. (για ιστούς και ιστία πλοίου) σηκώνω και στυλώνω το κατάρτι, σηκώνω τα ιστία τού πλοίου5. εξυψώνω, μεγαλύνω («ἐπαρεῑς δὲ τὸν πατρῷον οἶκον», Ξεν.)6. σηκώνομαι ή σηκώνω το πόδι7. διεγείρω, εξεγείρω, ερεθίζω, παρακινώ («τίς σ' ἐπῆρε δαίμων;», Σοφ.)8. παρακινώ, παρασύρω, πείθω κάποιον να ενεργήσει («ἐπαείρας Κροῑσον στρατεύεσθαι ἐπὶ Πέρσας», Ηρόδ.)9. ερεθίζομαι, διογκώνομαι10. μεγαλοποιώ11. εκθειάζω12. (μετρ.) φρ. ἐπαίρω τήν προσῳδίανδίνω οξύ τόνο.
Dictionary of Greek. 2013.